- ἡλικία
- ἡλῐκί-α, [dialect] Ion. -ίη, [dialect] Dor. [full] ἁλικία, ἡ, ([etym.] ἧλιξ)A time of life, age,
ἤν πως ἡλικίην αἰδέσσεται ἠδ' ἐλεήσῃ γῆρας Il.22.419
;γηραιὸν μέρος ἁλικίας Pi.P.4.157
;παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον Id.O.4.29
; τήνδ' ἡ. ἀστῶν, i.e. their old age, A.Pers.914: acc. used adverbially, in age,νέος ἡλικίην Hdt.3.134
;ἐτέων ἐὼν ἡλικίην πέντε καὶ τριήκοντα Id.1.26
, cf. X.Cyn.2.3: so in dat.,ἡλικίᾳ ἔτι τότε ὢν νέος Th.5.43
; προεληλυθότες ταῖς ἡ. X.HG6.1.4; also ὑπὸ τῆς ἡ. from our age, Pl.La.180d;αἱ δι' ἡλικίαν ἄτοκοι Id.Tht.149c
; οἱ ἐν τῇ αὐτῆ ἡ. Th.1.80; τὸ ἀχρεῖον τῆς ἡ. Id.2.44; ὅταν . . τοῦ γεννᾶν ἐκβῶσι τὴν ἡ. Pl.R.461b; πόρρω τῆς ἡ. to an advanced age, Id.Grg.484c; προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡ. Ar. Nu.514; προϊούσης τῆς ἡ, Pl.Phdr.279a; ὁ παρ' ἡλικίαν νοῦς beyond one's age, Men.Mon.690: in pl., ἐν ἁπάσαις ταῖς ἡ. Pl.R.412e, cf. Lg. 625b, al.2 prime of life, manhood,ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ Pi.N.9.42
;αὐτὴ ἡ ἡ. τῶν νέων κατέκρινε Antipho 4.4.2
; ἡλικίαν ἔχειν, εἰς ἡ. ἐλθεῖν, ἀφικέσθαι, Pl.Euthd.306d, Tht.142d, Men.89b; ἡλικίην ἔχειν c. inf., to be of fit age for doing, Hdt.1.209, cf. Pl.Tht.146b;ἡλικίας μετέχειν Th.7.60
; οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ men of military age, Id.8.75;ἐν ἡλικίᾳ στρατεύεσθαι D.4.7
;ἐστρατευμένος ἁπάσας τὰς ἐν ἡλικίᾳ στρατείας Id.21.95
;οἱ τῆς ἡ. ἐντὸς γεγονότες Lys.2.50
; ἡ καθεστηκυῖα ἡ. maturity, Th.2.36, cf. IG12(7).239.21 ([place name] Amorgos); of women, womanhood, marriageable age, Hp.Prorrh.2.30, D.59.22;αἱ ἐν ἡ. γυναῖκες Pl.R.461b
;τὴν ἡλικίαν τὴν ἑαντοῦ καταμεμψάμενος Is.7.14
: in pl.,οἱ ταῖς ἡ. οὐ καλῶς κεχρημένοι Aeschin.1.194
.3 youthful passion,ἡλικίῃ καὶ θυμῷ ἐπιτρέπειν Hdt.3.36
;εἴκειν Id.7.18
.4 maidenhood,τὴν ἡ. οὐ καλῶς διαφυλάξασαν Aeschin.1.182
.II as collective Noun,= οἱ ἥλικες, those of the same age, comrades,ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο ἔγχεϊ Il.16.808
, cf. Pi.P.1.74; esp. those of military age,τῆς ἡ. ἀπούσης ἐν ταῖς ναυσί Lys.2.49
, cf. Th.3.67, 8.1, etc.; also, men of any age, παίδων τε καὶ ἀνδρῶν καὶ πάσης ἡ. Pl.Lg.959e.III time, ταῦτα ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον about the time of Laius, Hdt.5.59, cf. 60, 71;ἡ. τετρακοσίοισι ἔτεσι . . πρεσβυτέρους Id.2.53
.IV age, generation, ἐπὶ τῆς νῦν ἡ. Isoc.4.167; πρὸ τῆς ἡμετέρας ἡ. Din. 1.38; εἰς τὴν νῦν ζῶσαν ἡ. D.60.11; πολλαῖς ἔμπροσθεν ἡ. Plu.Per. 27, cf. D.L.5.37.V of the body, stature, as a sign of age, Hdt. 3.16, Pl.Euthd.271b, D.40.56;τῇ ἡ. μικρός Ev.Luc.19.3
(but προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡ. πῆχυν ἕνα add a cubit to one's age (cf. πήχυιος), Ev.Matt.6.27); ἄνδρας ἡμισταδιαίους τὰς ἡ. Luc.VH1.40; height of a pillar, Id.Syr.D.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.